-
1 зубной
зубной οδοντικός \зубной врач ο οδοντίατρος, ο οδοντογια τρός \зубнойая боль о πονόδοντος \зубнойая паста η οδοντόπαστα* * *зубно́й врач — ο οδοντίατρος, ο οδοντογιατρός
зубна́я боль — ο πονόδοντος
зубна́я па́ста — η οδοντόπαστα
-
2 паста
-
3 зубной
επ.1. του δοντιού, οδοντικός•-ая боль πονόδοντος, οδοντόπονος, οδονταλγία•
-нерв νεύρο του δοντιού•
-ая паста οδοντόπαστα•
-ая щётка οδοντόβουρτσα•
зубной врач οδοντογιατρός•
зубной порошк οδοντόσκονη.
2. (γλωσ.) οδοντικός•зубной согласный οδοντικό σύμφωνο.
-
4 паста
-ы θ.πάστα, κρέμα•, αλοιφή•зубная паста οδοντόκρεμα, οδοντόπαστα•
антисептические -ы αντισηπτικές αλοιφές.
См. также в других словарях:
οδοντόπαστα — η πολτώδες φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδοντόπαστα — η κρέμα, αλοιφή για το καθάρισμα των δοντιών, αλλ. οδοντόκρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντοφύραμα — το η οδοντόπαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς ὀδόντος + φύραμα «ένζυμο»] … Dictionary of Greek
οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα, η κρέμα καθαρισμού των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)