Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οδοντόπαστα

См. также в других словарях:

  • οδοντόπαστα — η πολτώδες φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόπαστα — η κρέμα, αλοιφή για το καθάρισμα των δοντιών, αλλ. οδοντόκρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντοφύραμα — το η οδοντόπαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς ὀδόντος + φύραμα «ένζυμο»] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα, η κρέμα καθαρισμού των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»